- παλαιοπαλαιολιθικός
- -ή, -όφρ. «παλαιοπαλαιολιθική εποχή» — το πρώτο ήμισυ τής παλαιολιθικής περιόδου, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα χρονολόγησης, που αντιστοιχεί με την κατώτερη και το ήμισυ τής μέσης παλαιολιθικής εποχής.
Dictionary of Greek. 2013.